χαμαικέρασον
Смотреть что такое "χαμαικέρασον" в других словарях:
χαμαικέρασον — χαμαικέρασος dwarf cherry masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαικέρασον — χαμαικέρασος dwarf cherry masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)